
Ο Nino Culotta, Ιταλός μετανάστης, φτάνει μόλις στην Αυστραλία έχοντας κανονίσει να δουλέψει για τον ξάδερφο του ως αθλητικογράφος για ένα ιταλόφωνο περιοδικό. Όμως,με την άφιξη του στο Σύδνεϋ, συνειδητοποιεί ότι ο ξάδερφος του έφυγε από το περιοδικό, αφήνοντας ένα σημαντικό χρέος στην Kay Kelly. Ο Νίνο τότε ισχυρίζεται ότι θα βρει δουλειά και θα αποπληρώσει το χρέος. Δουλεύοντας ως εργάτης, δημιουργεί φιλικούς δεσμούς με τους συναδέλφους του, παρά τις κάποιες δυσκολίες σχετικά με την αυστραλιανή διάλεκτο και κουλτούρα της δεκαετίας του ’60. Ο Νίνο επιδιώκει να κατανοήσει τις αξίες και τις κοινωνικές αρετές της καθημερινότητας των αστών Αυστραλών ώστε να αφομοιωθεί. Ταυτόχρονα, δημιουργείται ένας ερωτικός δεσμός μεταξύ του Νίνο και της Kay, παρά την αρχική της ψυχρότητα και τον συντηρητισμό του πατέρα της, ο οποίος διατηρεί μια αντιπάθεια για τους Ιταλούς. Μια αίσθηση ρατσισμού επικρατεί στην ταινία μεταξύ των Άγγλων από τη Σαξονία και αυτών από την Ιρλανδία, με παράδειγμα τη σχέση του Νίνο με τον Harry τον πατέρα της Kay Kelly. Ο Harry λέει ότι αντιπαθεί τους συγγραφείς, τους χτίστες και τους λατίνους. Ο Νίνο είναι και τα τρία. Αλλά όλα αυτά σβήνονται, όταν ο Νίνο, ενώ βρίσκεται στο σπίτι των Kelly, κοιτάζει έναν πίνακα του πάπα και λέει: “Αν εγώ είμαι λατίνος, τότε το ίδιο είναι και αυτός”. Συνειδητοποιώντας ότι μπορεί να αναφερθεί στον παπά με τέτοιο υποτιμητικό τρόπο, ο Harry παραδίνεται.