
Η ιστορία αρχίζει μ’ ένα όμορφο κορίτσι που ονομάζεται Άκι και περιμένει τον φίλο της σε μία καφετέρια. Εκεί υπάρχει κάποιος που παρατηρεί κάθε κίνησή της. Σύντομα έρχεται και ο φίλος της Καζούο και αφού περάσουν κάποιες όμορφες στιγμές μαζί αποφασίζουν να φύγουν. Σε κάποια στιγμή αντιλαμβάνεται ότι το πρόσωπο που την παρατηρούσε στην καφετέρια τους παρακολουθεί και πριν προλάβει ν’ αντιδράσει βρίσκεται αυτή και ο φίλος της δεμένοι και φιμωμένοι σ’ ένα σκοτεινό υπόγειο. Εκεί παρουσιάζεται ο άνδρας που την παρακολουθούσε, που ονομάζεται Τατσικάβα, με μία σειρά από εργαλεία βασανισμού. Ξεκινώντας από τον Καζούο, στην αρχή τον τρυπά με έναν παγοκόφτη, μετά αρχίζει με την Άκι, βιάζοντάς την με την παλάμη του. Μετά ξεκινά να τους αφαιρεί κομμάτια απ’ το κορμί τους φροντίζοντας με αντισηπτικά να μη μολυνθούν. Και όταν τελικά λιποθυμούν από τον πόνο φροντίζει να τους επαναφέρει στις αισθήσεις με αρωματικά έλαια για να μη χάσουν ούτε στιγμή από το φρικτό βασανιστήριο.